αναμπαίζω

αναμπαίζω
βλ. ανεμπαίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + εμπαίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμπαίζω — αιξα, αίχτηκα, αιγμένος, εμπαίζω περιγελώ: Έκατσαν τ αναμπαίματα στις στράτες ν αναμπαίζουν (δημοτ. στίχ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”